ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΝ ΠΑΩ ΣΕ ΨΥΧΟΛΟΓΟ;
«Τι θα πει ο κόσμος αν πάω σε ψυχολόγο;»
Ο κλινικός ψυχολόγος Μάριος Αντωνίου αναλύει γιατί οι περισσότεροι Κύπριοι ασχολούνται με τη ζωή του άλλου.
«Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νοοτροπίας και της κουλτούρας που έχουμε σε αυτή την χώρα είναι να «ανακατευόμαστε» στο σπίτι του διπλανού, να μαθαίνουμε τι κάνει, τι συμβαίνει, πώς είναι η ζωή του και να σχολιάζουμε προσωπικά και οικογενειακά του θέματα», αναφέρει στο 24Η ο Κλινικός Ψυχολόγος Μάριος Αντωνίου.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι πρέπει να κάνουμε και τι οδηγεί τους Κύπριους στο να σκέφτονται αυτά τα στερεότυπα και προκαταλήψεις;
«Ένας από τους κυριότερους λόγους που κάποιο άτομο δεν θα επιλέξει να πάει σε ψυχολόγο είναι η σκέψη της κριτικής και το «Τί θα πει ο κόσμος;»», αναφέρει στο 24Η.
Γύρω από αυτή την αυτόματη σκέψη φαίνεται πιο έντονα η δύναμη του στερεότυπου σχετικά με το επάγγελμα του Ψυχολόγου. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νοοτροπίας και της κουλτούρας που έχουμε σε αυτή τη χώρα είναι να «ανακατευόμαστε» στο σπίτι του διπλανού, να μαθαίνουμε τι κάνει, τι συμβαίνει, πώς είναι η ζωή του και να σχολιάζουμε προσωπικά και οικογενειακά του θέματα.
Έτσι, μεγαλώνοντας μέσα σε αυτή την κοινωνία, ό,τι κι αν κάνουμε στη ζωή μας ή ό,τι κι αν επιθυμούμε να κάνουμε, εστιάζουμε ασυνείδητα στη σκέψη «τι θα πει ο κόσμος». Σημασία όμως δεν έχει τι θα πει γενικότερα ο κόσμος πίσω από την πλάτη μας αλλά τι θα πουν οι άνθρωποι που επιλέξαμε να είναι στον στενό μας κύκλο και οι οποίοι επιθυμούν τοκαλύτερο για εμάς.
Αν νιώσουμε για παράδειγμα ότι χρειάζεται να επισκεφτούμε έναν ορθοπεδικό γιατί πονάει το πόδι μας, θα σκεφτούμε «τι θα πει ο κόσμος»; Άρα γιατί αν νιώθουμε ότι περνούμε δύσκολα σχετικά με την ψυχολογική μας κατάσταση και χρειάζεται να πάμε σε έναν Ψυχολόγο, πρέπει να εστιάσουμε στη γνώμη του κόσμου;
Παράλληλα, η σκέψη για το τι θα πει ο κόσμος επηρεάζει και την εμπιστοσύνη που δείχνουμε προς τον ψυχολόγο. Δηλαδή μας δυσκολεύει στη διαδικασία να πάμε σε έναν άγνωστο και να του πούμε τα πάντα για τον εαυτό μας. Άρα είμαστε ευάλωτοι στην κριτική, στην εικόνα που μπορεί να σχηματίσει αλλά και στον φόβο της αποκάλυψης τωνόσων αναφέρουμε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας μας, σε τρίτα άτομα.
Παρόλα αυτά, η δουλειά του Ψυχολόγου είναι να είναι ενεργητικός ακροατής, να κατανοεί και να δείχνει άνευ όρων αποδοχή. Οπότε δεν μπορεί να είναι επικριτικός και να αποκαλύπτει όσα του αναφέρουν οι πελάτες.
Αυτή η αρχή ακολουθείται από όλους τους ψυχολόγους βάσει του νόμου και του κώδικα ηθικής και δεοντολογίας ο οποίος προστατεύει τους πελάτες με το επαγγελματικό απόρρητο, την εμπιστευτικότητα και τη διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων.
Επίσης, ακόμη ένας λόγος που σχετίζεται με τη δυσκολία των ανθρώπων να επισκεφθούν ψυχολόγο, είναι η προκατάληψη που υπάρχει σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι που επισκέπτονται ψυχολόγο είναι «τρελοί». Αυτή η λέξη είναι ριζωμένη στο μυαλό μας από πολλά χρόνια πριν λόγω της αντιμετώπισης που είχαν από την κοινωνία οι ασθενείς μεθέματα ψυχικής υγείας.
Λόγω της έλλειψης γνώσεων και της κατάλληλης προσέγγισης ή φαρμακευτικής φροντίδας, η αντιμετώπιση των ασθενών μπορεί να ήταν η υποχρεωτική εσώκλειστη απομόνωση σε άσυλο ή ψυχιατρική κλινική.
Επιπρόσθετα, οι άνθρωποι έχουμε την τάση να ονοματίζουμε κάτι που μάλλον αδυνατούμε να καταλάβουμε και να ορίσουμε. Έτσι αυτό οδήγησε στο να γίνει ακόμη εντονότερο το στερεότυπο της λέξης «τρελός» αλλά και να το χρησιμοποιούμε ως βρισιά ή υποτίμηση άλλων ανθρώπων.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι φυσικά και δεν είναι «τρελός» όποιος πάει σε ψυχολόγο. Είμαστε άνθρωποι και καλώς ή κακώς η ζωή μας περιλαμβάνει σκαμπανεβάσματα με χαρές, λύπες, στενοχώριες, αποτυχίες, άγχος, απορρίψεις, ασθένειες, απώλειες, στρεσογόνους παράγοντες, τραυματικά γεγονότα, φοβίες, χωρισμούς, απολύσεις κ.τ.λ..
Οπότε, όλοι αντιμετωπίζουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας προβλήματα και δυσκολίες. Ακόμα και οι ψυχολόγοι ακολουθούν τον δρόμο της ψυχοθεραπείας αφού οφείλουν να διαχειρίζονται τα δικά τους προβλήματα έτσι ώστε να είναι λειτουργικοί στον ρόλο τους για όφελος των θεραπευόμενών τους.
Ακόμα, αρκετοί άνθρωποί πιστεύουν ότι έχουν αρκετούς φίλους και μέλη της οικογένειάς τους, οι οποίοι μπορούν να ακούσουν με προσοχή τα προβλήματα που έχουν.
Για αυτό τον λόγο, δεν βρίσκουν χρησιμότητα στο να μιλήσουν σε έναν άγνωστο που θα πληρωθεί για να τους ακουσει και που πιθανόν να θεωρούν ότι δεν θα δείξει και το ανάλογο ενδιαφέρον. Επιπλέον, λόγω του οικονομικού κόστους της ψυχοθεραπείας, κάποιοι άνθρωποι δυσκολεύονται και επιλέγουν να αρκεστούν στους κοντινούς τους ανθρώπους προσδοκώντας τις κατάλληλες συμβουλές.
Παρόλα αυτά, όπως έχει προαναφερθεί, όταν νοσεί το σώμα μας είναι αυτονόητο ότι όλοι θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να το θεραπεύσουμε. Πηγαίνουμε σε διάφορους γιατρούς (ορθοπεδικούς, καρδιολόγους, νευρολόγους κλπ.).
Κάνουμε όλες τις απαραίτητες εξετάσεις που μας προτείνουν και αγοράζουμε τη φαρμακευτική αγωγή που μας συνταγογραφούν (αντιβιώσεις, παυσίπονα κλπ.).
Εύλογα ερωτήματα είναι τα εξής. Αν είχαμε σπασμένο πόδι, θα ζητούσαμε συμβουλές από έναν φίλο για το πώς να το γιατρέψουμε; Ή θα λέγαμε ότι η θεραπεία είναι πολύ δαπανηρή και θα συνεχίζαμε να νοσούμε;
Είναι πολύ όμορφο να υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται για εμάς, που μας φροντίζουν, που νιώθουμε ότι μας ακούνε, μας αγαπούν και θα είναι εκεί για εμάς. Ωστόσο, ο ρόλος του ψυχολόγου είναι εντελώς διαφορετικός. Ο ψυχολόγος δεν θα γίνει φίλος σου, ούτε θα σου δώσει συμβουλές για το τι πρέπει να κάνεις.
Ο ψυχολόγος είναι αντικειμενικός παρατηρητής και θα σταθεί δίπλα σου συνοδοιπόρος για να σε καθοδηγήσει βάσει των εργαλείων και των γνώσεων του, έτσι ώστε να γνωρίσεις καλύτερα τον εαυτό σου και να βρεις τις λύσεις μόνος σου χωρίς να χρειάζεσαι συμβουλές.
Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι δεν αποτελεί αδυναμία να ζητάς βοήθεια στις δυσκολίες που αντιμετωπίζεις σχετικά με την ψυχική σου υγεία αλλά είναι ένα από τα σημαντικότερα βήματα για να φροντίσεις τον εαυτό σου».
Στο Altius Mind Institute έχουμε θέσει τον άνθρωπο στο επίκεντρο της ύπαρξής του και της ζωής του. Για ραντεβού πατήστε εδώ.